Από τις πρώτες μέρες της έναρξης της μεγάλης ελληνικής επανάστασης του 1821, όλα τα κάστρα του Μοριά, το ένα μετά το άλλο, άρχισαν να πέφτουν στα χέρια των Ελλήνων. Όμως η Τριπολιτσά η σημαντικότερη πόλη της Πελοποννήσου που είχε και την έδρα της η Τουρκική εξουσία, ήταν ακόμη τουρκοκρατούμενη, που αν έπεφτε και αυτή τότε θα αισθάνονταν όλοι ελεύθεροι. Γι' αυτό ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο αρχηγός των επαναστατημένων όπλων του Μοριά, είχε συλλάβει την μεγάλη ιδέα της πολιορκίας και της άμεσης κατάληψης της.
Η στρατηγική σύλληψη του Κολοκοτρώνη δεν έγινε αμέσως αποδεκτή, επειδή προϋπέθετε οργανωμένο στρατό, που μέχρι τότε δεν υπήρχε. Ο Κολοκοτρώνης με επιμονή και πειστικότητα, αντέστρεψε το αρνητικό για την άποψή του κλίμα, μεταξύ των οπλαρχηγών κι έτσι στα μέσα Απριλίου, αποφασίστηκε ο αποκλεισμός της Τριπολιτσάς σε πρώτη φάση, ώστε να διακοπεί κάθε δυνατότητα επικοινωνίας και ανεφοδιασμού της πόλης. Αρχιστράτηγος της επιχείρησης ορίσθηκε ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, αλλά ιθύνων νους όλης της επιχείρησης, ήταν ο Θ. Κολοκοτρώνης, όπου το σχέδιο του τηρήθηκε κατά κανόνα.
Η Τριπολιτσά κατά την β΄ τουρκοκρατία υπήρξε το σημαντικότερο διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο του Μοριά, με ιδιαίτερη στρατηγική θέση, καθώς ήταν στο κέντρο, έλεγχε τις οδούς σχεδόν προς τις όλες μεγάλες πόλεις της Πελοποννήσου, (προς Πάτρα, Ναύπλιο, Άργος, Καλαμάτα, Σπάρτη, Γαστούνη και Καλάβρυτα). Η Τρίπολη ιδρύθηκε περίπου τον 14ο αιώνα στη θέση τριών αρχαίων ερειπωμένων οικισμών, του Παλλαντίου της Μαντίνειας και της Τεγέας και μετά από το 1786 έγινε η έδρα του Μόρα Βαλεσί, με διοικητή τον Πασά του Μορέως. Κατά την περίοδο της κήρυξης της επανάστασης, Μόρα Βαλεσί, είχε διορισθεί ο Χουρσίτ Μεχμέτ Πασάς, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία, λίγο πριν την επανάσταση και αμέσως διατάχθηκε από την Πύλη να εκστρατεύσει στα Γιάννενα κατά του Αλή Πασά. Στη θέση του ο Χουρσίτ άφησε το Μεχμέτ Σαλίχ πασά.
Με την κήρυξη της επανάστασης, ο Χουρσίτ πασάς απέστειλε στο Μοριά δύναμη από 4000 Τουρκαλβανούς υπό τον κεχαγιάμπεη Μουσταφά Πασά για να ενισχύσει την πολιορκούμενη πόλη. Στην Τρίπολη τότε διέμεναν οι πιο πλούσιοι και σημαντικότεροι Τούρκοι αξιωματούχοι. Οι Έλληνες είχαν δοκιμάσει να την πολιορκήσουν για πρώτη φορά το 1770 κατά τα Ορλωφικά με αρχηγό τον πλοίαρχο Ψαρό. Οι Ορλώφ αντί να εμπιστευθούν έμπειρους οπλαρχηγούς διόρισαν αρχιστράτηγο έναν εμποροπλοίαρχο από την Μύκονο, τον Αντώνιο Ψαρό, ο οποίος υπηρετούσε μ' άλλους Έλληνες στον Ρωσικό στόλο. Στις 19 Μαρτίου το 1770, περίπου 5.000 Έλληνες και 1.500 Ρώσοι εμφανίσθηκαν μπροστά στα τείχη της Τριπολιτσάς. Ο Οσμάν μπέης, υπερασπιστής της πόλης, με 12.000 Αλβανούς στρατιώτες, ήταν έτοιμος ν' αντιμετωπίσει την θύελλα των Ρώσων. Πολύ γρήγορα κατάλαβε ότι, όσοι φορούσαν στρατιωτικές στολές δεν ήταν στρατιώτες, αλλά, απειροπόλεμοι χωρικοί. Επιχείρησε λοιπόν έξοδο και οργάνωσε σχεδιασμένη αντεπίθεση, με το άξιο και ικανότατο ιππικό του. Η μάχη διήρκησε περίπου οκτώ (8) ώρες και τους διασκόρπισε προς πάσα κατεύθυνση. Ο Ψαρός, που δεν ήταν συνηθισμένος στις «φουρτούνες της ξηράς», οπισθοχώρησε άτακτα προσπαθώντας να σωθεί από την επέλαση των Αλβανών του Οσμάν. Φονεύθηκαν περίπου 600 Έλληνες και Ρώσοι και 1300 Αλβανοί. Όμως, μετά την μάχη, αυτή η επιχείρηση, έμελλε να καταπνιγεί. Οι δυστυχείς Έλληνες της Τριπολιτσάς, ήταν τα πρώτα εξιλαστήρια θύματα αυτής της κατάστασης, γεύθηκαν την φρικτή εκδικητική μανία των Τούρκων και Αλβανών. Από τα φοβερά αντίποινα που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι, η πόλη παραδόθηκε στις φλόγες και ακολούθησαν εξαγριωμένες σφαγές των Ελλήνων κατοίκων της.
Κατά το 1821 η Τριπολιτσά ήταν περιτοιχισμένη από δυνατό φρούριο και είχε επτά πύλες και σε κάθε πύλη ήταν μια ντάπια με κανόνια. Το ύψος του κάστρου ήταν πεντέμισι μέτρα και ανάλογα με το ανάγλυφο του εδάφους, σ' άλλα μέρη ψηλότερο και σ' άλλα χαμηλότερο. Η περίμετρός του ήταν 3.500 μ. και το εμβαδόν ήταν 1.320.000 τ.μ. Οι έξι πύλες είχαν το όνομα της πόλης στην οποία οδηγούσε ο ανάλογος δρόμος. Υπήρχαν έτσι οι πύλες του Αγίου Αθανασίου, των Καλαβρύτων, του Λεονταρίου, του Μιστρά, της Καρύταινας και του Ναυπλίου. Η εβδόμη πύλη ονομαζόταν πύλη του σαραγιού. Ο δρόμος που διερχόταν απ' αυτήν κατάληγε στο σεράγι, δηλαδή στην οικία του Πασά που ήταν και το διοικητήριο.
Σε κάθε πύλη υπήρχε και ένας πυργίσκος με πυροβόλα, η λεγόμενη ντάπια. Συνολικά οι Τούρκοι διέθεταν 30 πυροβόλα, εκ των οποίων μόνο 18 βρίσκονταν σε αρίστη κατάσταση. Το πιο νευραλγικό σημείο της άμυνας ήταν η μεγάλη ντάπια. Αυτή ήταν ένα μικρό φρούριο κτισμένο πάνω σε ύψωμα (στο χώρο εκεί που βρίσκεται η σημερινή δεξαμενή), κοντά στην νοτιοδυτική γωνία του τείχους. Καθώς ήταν το ψηλότερο σημείο από το κυρίως τείχος. Τα πυροβόλα είχαν την ευχέρεια να παρεμποδίζουν κάθε εχθρική προσπάθεια για κατάληψη του κάστρου. Σε αντιστάθμισμα, οι Έλληνες κατασκεύασαν, ένα πρόχειρο κλειστό προμαχώνα ακριβώς απέναντι από την μεγάλη ντάπια και εγκατέστησαν εκεί ένα τμήμα από Μιστριώτες, οι οποίοι με εξαιρετικά εύστοχους πυροβολισμούς κατόρθωσαν σε σύντομο διάστημα να καθηλώσουν τους Τούρκους πυροβολητές. Μέσα στην Τρίπολη κατοικούσαν πάνω από 35.000 ψυχές, Τούρκοι, Χριστιανοί και Εβραίοι. Ακόμη είχαν έλθει εκεί και 4.000 Αλβανοί με τον Κεχαγιάμπεη. Είχαν εισέλθει ακόμη για ασφάλεια κάπου 8.000 ψυχές Μπαρδουνιώτες Μιστριώτες, Φαναρίτες, Λεονταρίτες, Καρυτινοί κ.ά. γύρω από την Τριπολιτσά.
Αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση της πολιορκίας της Τριπολιτσάς στάθηκε η νίκη στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου 1821), εναντίον ισχυρής τουρκικής δύναμης με αρχηγό τον κεχαγιάμπεη Μουσταφά. Ο Μουσταφάς, επικεφαλής ισχυρού σώματος 4.000 ανδρών, επεχείρησε να αιφνιδιάσει τους στρατοπεδευμένους Έλληνες στο Βαλτέτσι. Οι λίγοι υπερασπιστές του στρατοπέδου, υπεραμύνθηκαν ηρωικά. Στη συνέχεια κατέφθασαν προς ενίσχυση και άλλα ελληνικά σώματα και οι Έλληνες με τους Θ. Κολοκοτρώνη, Δ. Πλαπούτα, Αναγνωσταρά και μ' άλλους αντεπετέθηκαν και κατατρόπωσαν τους Τούρκους, που υπέστησαν μια τεράστια πανωλεθρία όπου απώλεσαν πολλούς στρατιώτες, υποζύγια και οπλισμό.
Στις 18 Μαΐου 1821 ο Κολοκοτρώνης μετά την μεγάλη νίκη που πέτυχε χάρις στην στρατηγική του στο Βαλτέτσι, περήφανος πια για το κατόρθωμά του, στέλνει μια επιστολή στον Κεχαγιάμπεη Μουσταφά Πασά, σαν αρχηγός του ελεύθερου στρατού του Μοριά. γράφοντας:
«Από εμένα το Θοδωράκη Κολοκοτρώνη, άρχοντα των ακαταμάχητων ελληνικών στρατευμάτων, εις εσένα το Μουσταφά κεχαγιά βελή: ...Εστοχάσθης ότι απερνώντας με ολίγους λουφετσήδες (μισθωτούς) επάνω εις τον Μορέα, πως εύκολα ήθελε φοβίσεις τα ανδρεία άρματά μας και το εύκολον απέρασμά σου από Βοστίτσαν έως αυτού δια την απροφυλαξίαν των εκεί μερών... σε έκαμε να φθάσεις εις μίαν κακήν υπερηφάνιαν και να τολμήσεις εναντίον των ανδρείων ελληνικών στρατευμάτων μας κατά το Βαλτέτσι, διά να πάθεις όσα έπαθες και να πάρεις εις το λαιμόν σου τόσους όμοπιστούς σου... Ιδού που στέλνομε το παρόν να κάνετε σεΐρι, ότι εμείς έχουμεν προσταγήν από τον πρίγκιπα, όχι τους Τούρκους μόνο που δεν κάνουν ιταέτι (υποταγή) να πολεμήσωμεν, αλλά και όσους δικούς μας τουρκοφρονούν. Αρκετά σου είναι αυτά διά να σε φέρουν εις αίσθησιν και ήξευρε ότι, αν δεν υπακούσεις να παραδώσεις τα άρματα, θα σου τα πάρωμεν με την ανδρεία μας τα άρματα, όπου τα έχομεν εις τα ρουθούνια σας και αν θέλεις δοκίμασε άλλην μίαν φοράν, όχι κλέπτικα αλλά παλικαρίσια, επειδή κι εγώ, αφού εμβήκες μέσα επρόσμενα να μου στείλεις την είδησιν να πολεμήσωμεν ταχτικά, επειδή και εμείς την ρέγουλα των αρμάτων την εμάθαμεν και την ηξεύρομεν, κι αν εσένα δε σου βαστά να έλθεις σαν παλικάρι ταχτικά απάνω μου και δεν βαριεστάς από τον κλέπτικόν σου τρόπον, ήξευρε ότι εγώ έρχουμαι απάνω σου και σου δίδω μίαν ημέραν πρωτύτερα την είδησιν, δια να ετοιμασθείς. Ταύτα και καλές αντάμωσες εις το σαράγι σου μέσα.
Θοδωράκης Κολοκοτρώνης, πρώτο έτος ελευθερίας. Μαΐου 18».
Το γράμμα αυτό το έστειλε του κεχαγιάμπεη μ' έναν Τούρκο αιχμάλωτο, από την μάχη του Βαλτετσίου. Ήταν η ειδοποίηση πως άρχιζε η πολιορκία της Τρίπολης, μ' όλους τους κανόνες και όχι από κλέφτες, παρά από τον τακτικό στρατό, του ελεύθερου λαού του Μοριά, που είχε την τιμή να τον διοικεί. Και ήταν ακόμη η επίσημη πρόσκληση για παράδοση, πριν αρχίσουν οι καινούργιες εχθροπραξίες.
Η προκλητική και επίσημη ελληνική επιστολή που συνέταξε ο Θ. Κολοκοτρώνης εξόργισε τον κεχαγιάμπεη, ο οποίος αμέσως συγκάλεσε έκτακτο πολεμικό συμβούλιο όλων των αξιωματούχων της πόλης. Οι πολιορκημένοι αντιμετώπιζαν το εξής δίλημμα: Να επιχειρήσουν έξοδο από τα τείχη της Τριπολιτσάς να διασωθούν όσοι μπορέσουν, ή να παραδώσουν την πόλη αμαχητί αφού εξασφαλίσουν τους ανάλογους ευνοϊκούς όρους συνθηκολόγησης;
Η επικράτηση της επανάστασης σ' όλο τον Μοριά και η δυνατότητα του ελληνικού στόλου να ελέγχει τις ακτές, δεν άφηναν στους Τούρκους περιθώρια αισιοδοξίας για ανεφοδιασμό. Για να αντιμετωπίσουν την έλλειψη τροφίμων, οι Τούρκοι άρχισαν να διώχνουν από την πόλη τις ελληνικές οικογένειες, κίνηση που βόλευε την πιο ασφαλή την πολιορκία, εκ μέρους των Ελλήνων και ανασφάλεια για τους εγκλωβισμένους Τούρκους.
Οι διαφορετικές αντιλήψεις που διατυπώθηκαν στο συμβούλιο, δημιούργησαν διαστάσεις και έντονες λογομαχίες. Η άποψη όμως του κεχαγιάμπεη Μουσταφά, του Μεχμέτ Σαλίχ και της «σιδηράς κυρίας» -γυναίκας του Χουρσίτ πασά- Εσμά Μπας Χανούμ και του αιμοβόρου και διώκτη των Χριστιανών Αλή- Τσεκούρα ή Αλή- Τεσούκη, για προσπάθεια εξόδου και διαφυγής προς το Ναύπλιο, δεν έβρισκε σύμφωνους τους Σεΐχ Νετζίπ, τον Κιαμήλ- μπέη της Κορίνθου και τον Ντεφτέρ Κεχαγιά, οι οποίοι πίστευαν ότι έπρεπε να επιδιωχθεί η παράδοση της Τριπολιτσάς υπό όρους, για ν' αποφευχθεί η άσκοπη αιματοχυσία και για να περισωθούν, όσο ήταν δυνατόν οι περιουσίες τους.
Ένα ακόμη πρόσθετο πρόβλημα στους πολιορκημένους δημιουργούσε η στάση των Αλβανών, υπό τους Ελμάζ- μπέη και Βελή- μπέη Κογιάτσα, που επεδίωκαν να διεξάγουν ξεχωριστές διαπραγματεύσεις με τους Έλληνες και ιδίως με τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, για να εξασφαλίσουν τη ζωή τους και τα υπάρχοντά τους, αλλά και την ασφαλή διαφυγή τους από τον επαναστατημένο Μοριά.
Η δύναμη των πολιορκητών συνεχώς ενισχυόταν και τις παραμονές της Άλωσης είχε φθάσει τους 10.000 άνδρες. Ο κλοιός γύρω από την Τριπολιτσά έσφιγγε διαρκώς και η πόλη υπέφερε, λόγω της έλλειψης τροφίμων, και νερού. Η κατάσταση των πολιορκημένων έγινε δύσκολη όχι μόνο από την έλλειψη τροφίμων αλλά και από τις συνεχόμενες ήττες των τουρκικών στρατευμάτων σε μάχες όπως στο Λεβίδι, στο Βαλτέτσι, στη Γράνα και στα Δολιανά και διαφαινόταν πλέον η κατάληψη της Τριπολιτσάς. Ορισμένοι από αυτούς, βλέποντες ότι το μοιραίο είναι πλέον αναπόφευκτο, άρχισαν ιδιωτικές διαπραγματεύσεις με τους πολιορκητές, για ασφαλή έξοδό τους από την πολιορκημένη πόλη. Μέχρι την τελευταία στιγμή, οι πλουσιότερες οικογένειες προσέγγιζαν διαφόρους οπλαρχηγούς και με το κατάλληλο αντίτιμο εξαγόραζαν την προστασία τους φεύγοντας από την Τριπολιτσά, αρκετοί με τον μπαχά (κινητή περιουσία). Οι δοσοληψίες αυτές γίνονταν εις γνώση των οπλαρχηγών με απώτερο σκοπό ν' αποσπάσουν από τους εγκλωβισμένους περισσότερα όπλα και να εξοπλισθούν μ' αυτά οι «γυμνοί» μαχητές των.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, οι Έλληνες προσπαθούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους για το μοίρασμα των λαφύρων, όταν θα έπεφτε η Τρίπολη. Οι στρατιώτες, οι οποίοι ήσαν απλήρωτοι από την αρχή της πολιορκίας, θα έπαιρναν τα τρία τέταρτα της λαφυραγωγίας ενώ το υπόλοιπο ένα τέταρτο θα πήγαινε στο Εθνικό θησαυροφυλάκιο. Η μοιρασιά μεταξύ των ανδρών και των οπλαρχηγών θα γινόταν ισότιμη, δηλαδή η οπισθοφυλακή και η επιμελητεία θα λάμβανε όσα και η εμπροσθοφυλακή. Ίσια μερίδια είχαν προβλεφθεί ακόμα και για τις οικογένειες των νεκρών που έπεσαν κατά τη διάρκεια των μαχών πέριξ της Τριπολιτσάς. Παράλληλα θεσπίστηκαν ειδικές αμοιβές για κάθε αιχμάλωτο Τούρκο, (ανάλογα με το αξίωμα του). Ενώ μέχρι τότε πληρώνονταν μόνο για τα κομμένα κεφάλια που έφερναν στο στρατόπεδο με τρεις πιάστρες ανά κεφαλή.
Απόντος του Μόρα-Βαλεσί, Χουρσίτ Πασά, ο Μουσταφάς, που είχε το γενικό πρόσταγμα στην πόλη, αντιλήφθηκε γρήγορα τους σκοπούς του Κολοκοτρώνη και στις 18 Αυγούστου ενήργησε επίθεση με ιππικό για να διασπάσει τον κλοιό των Ελλήνων. Απέτυχε και οι δυνάμεις του επέστρεψαν στην πόλη έχοντας υποστεί μεγάλες απώλειες. Μπέηδες αγάδες και σπαχήδες άρχισαν τότε να συσκέπτονται σοβαρά για τους όρους της παράδοσης, καθώς δεν υπήρχε πλέον ελπίδα σωτηρίας.
Στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, ενώ οι Τούρκοι αξιωματούχοι συνεδρίαζαν στο σαράγι, ένας Τσάκωνας αγωνιστής από τον Πραστό, ο Μανώλης Δούνιας, που είχε φιλία με ένα Τούρκο πυροβολητή και τον επισκεπτόταν κρυφά στην τάπια του Ναυπλίου, ανταλλάσσοντας τρόφιμα με τουρκικά όπλα, κατάφερε μαζί με δύο άλλους Τσάκωνες να εξουδετερώσει τους φρουρούς της ντάπιας και να καταλάβει το πυροβολείο. Αμέσως χωρίς χρονοτριβή, έστρεψε το κανόνι κατά της πόλης και έβαλε κατά του σαραγιού. Ο ιστορικός Νικόλαος Σπηλιάδης, από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους του Αγώνα, που έζησε τα γεγονότα γράφει στα απομνημονεύματά του για το περιστατικό αυτό:
«O Μανώλης Δούνιας από τον Πραστόν... 'Ήταν ημέρα Παρασκευή, εικοστή τρίτη του Σεπτεμβρίου 1821... και ο Δούνιας ανεβαίνει το τείχος επί σκοπώ να εξαγάγει τον Τούρκον... Κατόπιν τούτου έδραμον άλλοι και ανεβαίνουσιν ωσαύτως. Κατόπι δε τούτων και άλλοι, ό,τε αδελφός του Κεφάλα και ο Διονύσιος Βασιλείου, και όρμησαν τινές εν ριπή οφθαλμού εις το επί της πύλης (του Ναυπλίου) πυροβολοστάσιον, στρέφωσι τα πυροβόλα προς την πόλιν...».
Τότε και οι άλλοι Έλληνες που ήταν εκεί κοντά, σκαρφάλωσαν με σχοινιά στα τείχη και άνοιξαν τις πύλες του Ναυπλίου και του Μυστρά. Από αυτές ξεχύθηκαν τα σώματα από τα κοντινά υψώματα της Βολιμής και του Αϊ Σώστη υπό τους Κεφάλα, Ζαφειρόπουλο, Παπαναστάση και άλλους που σύντομα άνοιξαν όλες τις πύλες του κάστρου, από όπου εφόρμησαν και οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις. Οι Τούρκοι πρόβαλαν λυσσαλέα αντίσταση και διεξήχθησαν πολύωρες σκληρές μάχες σώμα με σώμα στους δρόμους και στα σοκάκια της πόλης. Οι επαναστάτες όμως ήσαν πλέον ασυγκράτητοι, επιθετικοί και παθιασμένοι και γρήγορα κατάφεραν να εξουδετερώσουν κάθε εστία αντίστασης.
Οι Τούρκοι που ήσαν συγκεντρωμένοι στο σαράγι, αμέσως μετά την πρώτη έκπληξη, αντί να σπεύσουν προς τους προμαχώνες για να αναχαιτίσουν την ελληνική εισβολή, έτρεξαν στα κονάκια τους για να προστατεύσουν τις οικογένειές τους. Οι Αλβανοί, μόλις αντιλήφθηκαν την απρόσμενη και κεραυνοβόλα εισβολή, υπέθεσαν ότι οι Έλληνες αθέτησαν την προφορική τους συμφωνία και ετοιμάσθηκαν να αντιτάξουν άμυνα. Μια κεραυνοβόλα ενέργεια του Θ. Κολοκοτρώνη όμως αποσόβησε σύγκρουση των ελληνικών στρατευμάτων με την ισχυρή αλβανική δύναμη. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε στους Αλβανούς μπέηδες τον Δημητράκη Πλαπούτα, με σκοπό να τους βεβαιώσει ότι η έφοδος έγινε χωρίς την διαταγή των αρχηγών και να τους βοηθήσει να εξέλθουν από την πόλη. Οι Αλβανοί συγκεντρώθηκαν αμέσως γύρω από τους αρχηγούς τους και υπό τις οδηγίες του Πλαπούτα προχώρησαν προς την πύλη των Καλαβρύτων, όπου τους περίμενε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, η Μπουμπουλίνα και ο Γιαννάκης Κολοκοτρώνης. Οι Γορτύνιοι τυφλωμένοι από το μίσος εξαπέλυσαν άγρια επίθεση κατά των Αλβανών, σκοτώνοντας μερικούς και αφαιρώντας τα όπλα από άλλους. Οι Αλβανοί μπροστά σ' αυτή την απρόσμενη εξέλιξη, φαντάσθηκαν ότι ο Θ. Κολοκοτρώνης τους έστησε παγίδα. Οι Αλβανοί σε πράξη αντιπερισπασμού περικύκλωσαν τον Κολοκοτρώνη με υψωμένα τα όπλα και του ζήτησαν προστασία. Τότε εκείνος προχώρησε προς τους Γορτύνιους και απείλησε με θάνατο όποιον πυροβολούσε ξανά εναντίον των Αλβανών. Η φωνή του Κολοκοτρώνη αναχαίτισε την ορμή των Γορτυνίων και αποσοβήθηκε η ένοπλη σύγκρουση, από την οποία διέτρεχε άμεσο κίνδυνο η ζωή του Θ. Κολοκοτρώνη. Οι Αλβανοί συγκεντρώθηκαν στην Αγία Βαρβάρα για να αναχωρήσουν την επομένη και να μεταβούν από την επαρχία των Καλαβρύτων προς την Αιγιαλεία. Όταν έφθασαν στην Βοστίτσα έστειλαν επιστολή στον Δημητράκη Πλαπούτα, με την οποίαν εξέφραζαν την πλήρη ευγνωμοσύνη τους προς τον Θ. Κολοκοτρώνη που τήρησε άψογα την συνθήκη, έστω και να δεν ήταν γραπτή και τους επέστρεφε άθικτα τα κιβώτια που του είχαν εμπιστευθεί.
Όταν πλέον οι Αλβανοί εξήλθαν από την πόλη, ο Κολοκοτρώνης διέταξε να κλείσουν τις πύλες για να μη διαφύγει ουδείς Τούρκος. Μετά την είσοδο των ελληνικών δυνάμεων στην πόλη, η τουρκική αντίσταση επικεντρώθηκε στην πύλη του Αγίου Αθανασίου, κοντά στη μεγάλη ντάπια, από όπου εξαπολύονταν συνεχείς κανονιοβολισμοί κατά των Ελλήνων και σε αρκετά σπίτια, όπου είχαν προλάβει να οχυρωθούν αρκετοί Τούρκοι στρατιώτες. Το κάστρο μέσα σε λίγα λεπτά μετατράπηκε σε μια απέραντη θανάσιμη παγίδα. Αμέσως άρχισε μια ανελέητη ανθρωποσφαγή. Κανένας από τους αρχηγούς των Ελλήνων δεν μπορούσε, αλλά και δεν ήθελε να την αποτρέψει. Οι οπλαρχηγοί γνώριζαν ότι δεν ήταν δυνατόν να συντηρήσουν ένα τόσο μεγάλο πλήθος αιχμαλώτων, το οποίο θα μπορούσε να εξελιχθεί σε επικίνδυνη δύναμη στα νώτα τους, σε μια μελλοντική εισβολή του Τουρκικού στρατού στον Μοριά.
Παρά την εκδικητική μανία των Ελλήνων, σχεδόν όλοι οι επίσημοι Τούρκοι έμειναν άθικτοι. Αμέσως μετά την φυγή των Αλβανών, εισήλθαν στην πόλη οι Έλληνες αρχηγοί και κατευθύνθηκαν στο σεράγι για να προστατεύσουν τους Τούρκους αξιωματούχους (που έτυχε να βρίσκονται εκεί λόγω της σύσκεψης) και τα χαρέμια των πασάδων που ήταν χρήσιμα για την ανταλλαγή αιχμαλώτων. Τα μεσάνυκτα επήλθε κάποια σχετική ηρεμία στην πόλη. Το μεγαλύτερο μέρος του τουρκικού πληθυσμού είχε σφαγιαστεί ανελέητα. Μαζί του κείτονταν και 300 Έλληνες νεκροί, θύματα της απεγνωσμένης άμυνας των Τούρκων υπερασπιστών της πόλης.
Την επομένη ημέρα εξουδετερώθηκαν και οι τελευταίοι θύλακες της τουρκικής αντίστασης. Η πυρπόληση των πολιορκημένων κτιρίων έδωσε και εδώ την λύση. Κανένας δεν διασώθηκε. Τραγική υπήρξε και η τύχη πλήθους γυναικών και παιδιών, που κατά τις πρώτες ώρες της εφόδου έτρεξαν προς τις πύλες με την ελπίδα της σωτηρίας. Μόλις έφθασαν εκεί, είδαν τις πύλες κλειστές και δεν μπορούσαν να ξεφύγουν, επέστρεψαν και τρύπωσαν στα σπίτια τους νομίζοντας ότι θα γλιτώσουν. Από τις 34.000 του οθωμανικού πληθυσμού και στρατού σώθηκαν μόνο 8.000 και έμειναν αιχμάλωτοι στα χέρια των νικητών.
Ο Γενναίος, γιος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, γράφει στα «Υπομνήματα» (1821-1827) για άλωση της Τριπολιτσάς:
«Οι Έλληνες εν διαστήματι τριών ημερών εφόνευσαν υπέρ τους 5.000 μαχητάς και ηχμαλώτισαν υπέρ τους 7300 παντός γένους και ηλικίας και εκ των 13.000 εντοπίων και ξένων οίτινες ήτον εις Τρίπολιν, μόλις 1.500 Αλβανοί κατ' έλεος του Κολοκοτρώνη, εσώθησαν, οίτινες συνοδευθέντες υπό τον Πλαπούτα μέχρι της Βοστίτσας, ασφαλώς απεβιβάσθησαν εις την Ρούμελην. Έλληνες εις την περίστασιν ταύτην εφονεύθησαν περί τους 150».
Μετά την πτώση της πόλης απελευθερώθηκαν και οι επιζώντες αρχιερείς και πρόκριτοι, που κρατούνταν στις φυλακές της πόλης, μετά από πεντάμηνη φυλάκισή τους, εξαντλημένοι και ταλαιπωρημένοι, που στην υπόλοιπη ζωή τους υπόφεραν από διάφορες ασθένειες και προβλήματα λόγω των βασάνων που υπέστησαν.
Χρονικό Άλωση της Τριπολιτσάς. Η εξέλιξη της άλωσης είχε ως εξής:
Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 1821, ώρα 09-19 μ.μ. Διεξάγονται μάχες για την εξόντωση της τουρκικής φρουράς στην τάπια της Πόρτας του Αναπλιού από το σώμα των Αγιοπετρίτων, με επικεφαλής τον στρατιώτη Μανώλη Δούνια. Ύψωση της σημαίας τους πάνω από την πύλη του Ναυπλίου και κατέβασμα της τουρκικής.
Μέχρι το απόγευμα διεξάγονται σκληρές οδομαχίες μέσα στην πόλη. Οι απώλειες των Ελλήνων υπολογίζεται σε τριακόσιους νεκρούς. Συνάμα εκτελείται και ο Σωτηράκης Κουγιάς, προεστός και προδότης που ήταν αντίθετος με την Επανάσταση και ήταν ένας από τους σημαντικούς συνεργάτες των Τούρκων. Στις 5 μ.μ. γίνεται απόπειρα πυρπόλησης του σαραγιού από τους Τούρκους για να εξαφανίσουν το αρχείο, αλλά αποτυγχάνουν. Στις 6 μ.μ. πυρπολούνται τα κονάκια του σαραγιού από τους Έλληνες. Στα κονάκια βρίσκονταν 300 Αλβανοί αμυνόμενοι που δεν δέχονται να συμβιβαστούν με τους Έλληνες. Στις 12 μ.μ. έχει ήδη καταστραφεί ολοσχερώς το σαράγι από πυρπόληση.
Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 1821. Τα χαράματα συνεχίζονται οι οδομαχίες και οι σφαγές. Εκτελούνται όλοι οι Έλληνες συνεργάτες των Τούρκων. Στις 4 μ.μ. οι Αλβανοί έρχονται σε συμφωνία με τον Κολοκοτρώνη και μετά από έντονες διαμάχες με τους υπόλοιπους Έλληνες καπεταναίους επέρχεται συμφωνία απομάκρυνσης των Αλβανών από την Τριπολιτσά, αλλά και από τον Μοριά.
Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 1821. Συνεχίζεται η σφαγή. Συνολικά σφάζονται περί τις 10.000 ή και περισσότεροι, Τούρκοι, Εβραίοι Έλληνες και Αλβανοί. Οι Έλληνες και οι Αλβανοί είναι λιγοστοί, γύρω στους 200.
Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 1821. Δίδεται διαταγή παύσης των σφαγών.
Ένα δημοτικό τραγούδι, αναφέρεται στην άλωση της Τριπολιτσάς.
ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΝΤΡΟΠΟΛΙΤΣΑΣ
Του μάθητι τι γίνηκε φέτος του καλοκαίρι;
Γίνηκι ένας πόλεμους κι ένα κακό σεφέρι,
κλείσανε οι στράτες του Μουργιά, κι οι στράτες στα ντερβένια,
κλαίγουν τ' αχουργιά για άλουγα κι τα τζαμιά γι' αγάδες,
κλαίει κι μια χανούμισσα, κλαίει για τον γιο της,
που 'ταν στην Πόλη φλάμπουρο κι στο Μουργιά κουλώνα
κι μέσα στην Τριπουλιτσά, πύργους θεμελιουμένους.
Κι μέσα τους κλείσανε στης Τριπουλιτσάς του κάστρου,
δίχους ψωμί, δίχους νερό, δίχους κάνα μιντάτι.
Κουλουκουτρώνης φώναξε, Κουλουκουτρώνης λέγει:
- Προσκύνα, βρε Κιαμήλμπεη, προσκύνα, βρε Κιαμήλη.
- Δεν προσκυνώ, εσάς παιδιά, σένα Κουλουκουτρώνη.
Κουλουκουτρώνης σαν άκουσε, πολύ του βαρουφάνκη.
- Κάτσι κι φκιάσει μια γραφή, βρε αδερφέ Γιουργάκη,
να στείλουν του Κιαμήλμπεη, αυτόνε τον Κιαμήλη.
Σαν δεν τον πιάσω ζουντανόν, κομμάτια να τον κάνω!
Τα μπαϊράκια βγαίνανι τα τρι' αράδ', αράδα,
το 'να είνι τ' Κουλουκουτρών', του άλλου του Γιουργάκη,
του τρίτου του μικρότερου, ήτανε του Κουστάκη.
Κι πάνε κι σταθήκανε στης Τριπουλιτσιάς του κάστρου.
- Προσκύνα, βρε Κιαμήλμπεη, προσκύνα, βρε Κιαμήλη.
- Δεν προσκυνώ βρε σας παιδιά, σας τους παλιοραγιάδες,
έχουν άρματα διαλεχτά, κι Τούρκοι παλληκαράδες,
που θέλουν δέκα στου σπαθί κι πέντε στο ντουφέκι.
Κουλουκουτρώνης γιούρντηξι, του γιο του τον αρπάχνει;
- Περικαλώ σας, βρε πηδιά, σένα Κουλουκουτρώνη,
αυτόνε τον Χασάνη μου, μην τον τυραγνάτι.
Θέλεις γρόσια σου δίνου 'γω, φλωριά με το βιδούρι.
- Τι να τα κάμω τα φλουριά, τι να τα κάμω τ' άσπρα,
μας ήρθε γράμμα απ' τη Φραγκιά, κι γράμμα απ' τη Ρουσία,
να πάρουμι τον τόπου μας κι την παλιά πατρίδα,
να μπει παπάς μεσ' στ' Άγια, παπάς να λειτουργήσει.
Η ορθογραφία του κειμένου παραμένει όπως έχει.
(Αντώνης Ι. Νικολόπουλος, «Μηνιαίος νέος κόσμος» φιλολογικό περιοδικό, τεύχος Γ΄, σελ. 167, αρ. 59, Ιούνιος 1934)
Η άλωση της Τριπολιτσάς κατά το πρώτο εξάμηνο της Επανάστασης υπήρξε πράξη αποφασιστικής σημασίας για την εδραίωση και την εξέλιξη της. Η καρδιά του Μοριά πλέον κτυπούσε Ελληνικά και τόνωνε και αναπτέρωνε σημαντικά το ηθικό των εξεγερμένων Ελλήνων.
Η νίκη ωστόσο, είχε μεγάλο θετικό αντίκτυπο στο ηθικό των επαναστατημένων σύμφωνα με τον Περικλή Θεοχάρη που σημειώνει ότι«Η πτώσις της Τριπολιτσάς, μετά από έξάμηνον πολιορκίαν, υπήρξε αποφασιστική για την εδραίωσιν και την εξέλιξιν του Αγώνος....δημιουργούσε αυτοπεποίθησιν στους αγωνιστές, που τώρα μπορούσαν ευκολώτερα να κτυπήσουν τα άλλα φρούρια, όσα βρίσκονταν ακόμη στα χέρια των Τούρκων, και ανέβαζε το ηθικό τους, καθώς είχε πια εξουδετερωθή η κυριότερα εστία της τουρκικής αντιστάσεως. Με τα λάφυρα εξ άλλου, στα οποία περιλαμβάνονταν 11.000 όπλα, μπόρεσαν να οπλισθούν πολλοί αγωνισταί».
Η πιο σημαντική εστία (η έδρα του Μοριά), τουρκικής αντίστασης στη νότια Ελλάδα είχε πλέον εξαλειφθεί, ενώ οι επαναστατικές δυνάμεις μπορούσαν πλέον με ασφάλεια και με ηθικό ακμαιότατο να στραφούν προς άλλα τουρκοκρατούμενα οχυρά και πόλεις. Μετά την άλωση στα χέρια των Ελλήνων περιήλθαν χιλιάδες όπλα και μεγάλες ποσότητες πολεμοφοδίων που θα τα χρησιμοποιούσαν για ενίσχυση την εξέλιξη του αγώνα σε άλλες επιχειρήσεις, όπως στις πολιορκίες της Μεθώνης, της Πάτρας και του Ναυπλίου.
Πηγή:www.antroni.gr
Πηγή:www.antroni.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Το «Κούμανι και Αντρώνι» απεχθάνεται τις γκρίνιες τις ύβρεις και τα φραγγολεβέντικα (greeklish).
Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψη σας τα ακόλουθα:
1) Ο σχολιασμός είναι ελεύθερος.
2) Προτιμούμε τα ελληνικά αλλά μπορείτε να χρησιμοποιήσετε και ότι γλώσσα θέλετε αρκεί το γραπτό σας να είναι τεκμηριωμένο.
3) Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
4) Κανένα σχόλιο δεν διαγράφεται εκτός από τα spam.