Στο παρακάτω απόσπασμα, ως κυβερνήτης πλέον, ο Ιωάννης Καποδίστριας (1776 - 1831), βγαίνει περιοδεία στην ελληνική επαρχία, κάπου κοντά στο Άργος με τη συνοδεία, μεταξύ άλλων, και του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη (1770-1843). Οι χωρικοί που τρέχουν να τον προϋπαντήσουν, κλαίοντες και σφραγιζόμενοι διά του σημείου του σταυρού, και βάλλοντες μετανοίας και καίοντες λιβανωτόν και ευλογούντες τον θεόν, συνηθισμένοι εις τας πολυτελείς και πομπικάς παρατάξεις των πασάδων και τας χρυσοϋφάντους στολάς των τετυφωμένων καπιταναίων και κοτζαμπασίδων, προσκυνούν αντ’ αυτού τον κοκκινοφόρον και κυδρούμενον ταχυδρόμον Καρδαρά. Ο θυμόσοφος καπετάνιος πείθει τελικά τον κυβερνήτη να βάλει τη στολή του, πενιχροτέραν και της των δασονόμων της αντιβασιλείας. Το κείμενο κλείνει με τη συζήτηση Κολοκοτρώνη- Καποδίστρια για τα έξοδα της περιοδείας.
Μια περιοδεία του Ιωάννη Καποδίστρια στην ελληνική επαρχία
“Συνοδούς δε κατά την παρούσαν περιήγησιν <ο Καποδίστριας> είχε τον Γεν. Γραμματέα, τον Κολοκοτρώνην, τον Νικήταν, τον χαράξαντα το σχέδιον της πόλεως Πατρών μηχανικόν Βούλγαρην, τους δύο ιδιαιτέρους αυτού γραμματείς και τους δύο νεωτέρους συντάκτας. Προηγείτο δε οδηγός ο κύριος των ταχυδρομικών ίππων, φορών ένδυμα ελληνικόν χρυσοπόρφυρον και αναβαίνων ίππον υψαύχενα. Και διά τούτο οι συρρέοντες εις προϋπάντησιν του Κυβερνήτου, συνηθισμένοι εις τας πολυτελείς και πομπικάς παρατάξεις των πασάδων και τας χρυσοϋφάντους στολάς των τετυφωμένων καπιταναίων και κοτζαμπασίδων, εκλαμβάνοντες τον κοκκινοφόρον και κυδρούμενον ταχυδρόμον αντ’ εκείνου, προσεκύνουν αυτόν πίπτοντες εις έδαφος· δεν ενόουν πώς ήτο δυνατόν αρχηγός έθνους να αναβαίνη ίππον κυφαγωγόν, ουχί ζωηρότερον του πώλου του Ιησού, και να φορή ένδυμα οίον οι πολλοί. Αλλ’ ούδ’ αψίδες ή θριαμβικά τόξα ανηγείροντο ως σήμερον, ουδέ μουσικαί επαιάνιζον, ουδέ πυροτεχνήματα εξηκοντίζοντο εις ουρανούς, καθ’ όσον αι επιδείξεις αύται, γινόμεναι επιμελεία και αξιώσει των αρχών, διαθρύπτουσι μεν την ματαιότητα, βλάπτουσιν όμως τους ηγέτας των εθνών, αποκρύπτουσαι το αληθές φρόνημα. Οι δε λαοί, ακούοντες απροσδοκήτως ότι ήρχετο ο Κυβερνήτης, έτρεχον αυθόρμητοι εις προϋπάντησιν αυτού, ουχί κράζοντες γεγωνυία τη φωνή Ζήτω! αλλά κλαίοντες και σφραγιζόμενοι διά του σημείου του σταυρού, και βάλλοντες μετανοίας και καίοντες λιβανωτόν και ευλογούντες τον θεόν, τον σώσαντα αυτούς από της δουλείας και της ολεθριωτέρας αναρχίας.
Ιδών δε ο Κολοκοτρώνης ότι ο λαός προσεκύνει τον ταχυδρόμον Καρδαράν, πλησιάσας είπε ·
-Το πράγμα, υπερεξοχώτατε, δεν ‘πάγει και · πρέπει ο κόσμος να γνωρίση τον Κυβερνήτην του.
-Και τι θέλεις να κάμω;
-Να βάλη υπερεξοχότης σου την στολήν σου.
Και πεζεύσας εις μικράν τινά και σκιεράν κοιλάδα, ανέλαβε την στολήν αυτού, πενιχροτέραν και της των δασονόμων της αντιβασιλείας.
Ότε δε επλησιάσαμεν εις τον Άγιον Γεώργιον.
-Πού θα καταλύσωμεν απόψε; ηρώτησε τον πάριππον στρατάρχην της Πελοποννήσου.
-Εις του Δεσπότου.
-Ποία έξοδα; ηρώτησεν ο γέρων.
-Της τροφής μας, της τροφής των αλόγων και καθεξής.
-Και ποίος, υπερεξοχώτατε, πληρώνει τοιαύτα έξοδα; /…/
-Δεν τα πληρώνετε σεις, ανεφώνησεν οργίλως ο Κυβερνήτης, και διά τούτο παραπονείται εξ αιτίας σας ο λαός.
-Και τι έχει να κάμη, υπερεξοχώτατε, ο λαός με το φαγητόν του Δεσπότου;
-Τι έχει να κάμη! ανέκραξεν εντόνως ο Κυβερνήτης, προσβλέψας βλοσυρώς τον ερωτήσαντα. Μόλις αύριον θ’ αναχωρήσωμεν και θα ρίψουν έρανον εις τους χωρικούς διά τα έξοδα του Κυβερνήτου, και το χειρότερον θα τα συνάξουν διπλά. Ούτω πως είσθε συνηθισμένοι σεις.
-Ηξεύρεις πώς το πάγει η υπερεξοχότης σου; είπε γελών ο Κολοκοτρώνης. Μίαν φοράν έπεσ’ ένας ποντικός εις ένα πιθάρι λάδι κ’ επνίγηκεν. Ο οικοκύρης τον ηύρε μετά δύο ημέρας και, ενώ τον ανέσυρεν, εφώναζεν η οικοκυρά. “Πρόσεξε μη στάξ’ η ουρά του και βρωμίση το λάδι”.
-Δεν εννοώ ποίαν σχέσιν έχει ο μύθος σου με τα έξοδα του Δεσπότου, είπεν αδημονών ο Κυβερνήτης.
-Μεγάλην, υπερεξοχώτατε’ διότι, είτε πληρώσωμεν είτε μη, ο Δεσπότης θα συνάξη τα γρόσια. Τα εδικά μας τα έξοδα είναι το λάδι της ουράς του ποντικού.
Και εσιώπησε μεν ο Κυβερνήτης, την δ’ επιούσαν απέτισε μέχρι λεπτού τα δαπανηθέντα.
Εκείθεν δε απελθόντες εις Άργος, εξενίσθημεν υπό του στρατηγού Τσώκρη. Ότε δ’ εζητήθη ο λογαριασμός της δαπάνης, ο οικοδεσπότης, προσβληθείς, εγέλασεν υπεροπτικώς. Μαθών όμως ότι τοιαύτη ην η εντολή του Κυβερνήτου, τοσούτον ωργίσθη, ώστε σημείωσε και του άλατος την αξίαν”.
Νικόλαος Δραγούμης, Ιστορικαί Αναμνήσεις, τ. Α’. Επιμέλεια Αλκής Αγγέλου, Αθήνα, Ερμής, 1973, σσ. 93-95.
Πηγή: http://eranistis2.wordpress.com
E! ρε να μου ζήσεις γέρο του Μοριά με τη θυμοσοφία σου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ.Σ.